- εκνίκηση
- η (AM ἐκνίκησις)υπερίσχυση, επικράτησημσν.- νεοελλ.η αφαίρεση τής νομής πράγματος από τον αγοραστή του επειδή κάποιος τρίτος έχει νομικό δικαίωμα ισχυρότερο από αυτόν που τό αγόρασε.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐκνικήσῃ — ἐκνικάω achieve by force aor subj mid 2nd sg (attic ionic) ἐκνικάω achieve by force aor subj act 3rd sg (attic ionic) ἐκνικάω achieve by force fut ind mid 2nd sg (attic ionic) ἐκνῑκήσῃ , ἐκνικάω achieve by force aor subj mid 2nd sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)